ἑξαγώνου

ἑξαγώνου
ἑξάγωνος
hexagonal
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντάγωνο — Πολύγωνο που έχει δεκαπέντε γωνίες και επομένως, δεκαπέντε πλευρές. Αν η περιφέρεια ενός κύκλου διαιρεθεί σε 15 ίσα μέρη και συνδέσουμε με ευθείες τα σημεία της διαίρεσης ανά ένα, δύο, τέσσερα και εφτά παίρνουμε αντίστοιχα τις πλευρές… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοτομία — Η διαίρεση του κύκλου σε ν ίσα μέρη (ν = 2, 3, 4,…). Το πρόβλημα αυτό είχε απασχολήσει τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έθεταν τον περιορισμό να χρησιμοποιούνται κατά τη λύση του μόνο ο κανόνας και ο διαβήτης. Το πρόβλημα ισοδυναμεί με την… …   Dictionary of Greek

  • Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε …   Dictionary of Greek

  • Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”